-
1 υστέρου
-
2 ὑστέρου
-
3 ὕστερος
-α,-ον + A 0-1-0-0-4=5 1 Chr 29,29; 3 Mc 5,49; Wis 19,11; PSal 2,28; LtJ 71latter, later (opp. of πρότερος) 1 Chr 29,29ἐφ᾽ ὑστέρῳ later, in the end Wis 19,11; ἐξ ὑστέρου later, afterwards LtJ 71ὕστατος last, final 3 Mc 5,49Cf. SPICQ 1982, 670; →NIDNTT -
4 ὕστερος
A latter, last, [comp] Comp. and [comp] Sup. without any Posit. Adj. in use. (The Posit. must be looked for in Skt. úd 'up'; with ὕστερος, ὕστατος cf. Skt. [comp] Comp. and [comp] Sup. úttaras, uttamás 'higher, (later)', 'highest, (latest)'; cf. ὑστέρα.)A [full] ὕστερος, α, ον, latter:I of Place, coming after, behind,ὑστέρῳ ποδί E.Hipp. 1243
, HF 1040; ὑστέρας ἔχων πώλους keeping them behind, S.El. 734;ὕ. λόχος X.Cyr.2.3.21
;ἐν τῷ ὑ. λόγῳ Antipho 6.14
, cf. Pi.O.11(10).5, Pl.Grg. 503c, etc.; τὰ ὕ. the latter clauses, Plu.2.742d (s. v. l., δεύτερα Turnebus): c. gen., ὕστεροι ἡμῶν behind us, Pl.Ly. 206e, cf. Th.3.103; οὐδὲν ὑστέρα νεώς not a whit behind ( slower than) a ship, A.Eu. 251.II of Time, next,ὁ δ' ὕστερος ὄρνυτο χαλκῷ Il.5.17
, 16.479; τῷ ὑ. ἔτει in the next year, X HG7.2.10;τῇ ὑ. Ὀλυμπιάδι Hdt.6.103
; ὑ. χρόνῳ in after time, Id.1.130, A.Ag. 702 (lyr.), etc.;ἐν ὑ. χρόνοις Pl.Lg. 865a
;ἐν ὑστέραισιν ἡμέραις A.Ag. 1666
(troch.); δεκάτῃ ὑ. or ὑ. δεκάτῃ, on the [ per.] 21st day, Decr. ap. D.L.7.10, cf. Longin.Rh. p.192 H.: c. gen., later than, after,σεῦ ὕστερος εἶμ' ὑπὸ γαῖαν Il.18.333
, cf. Ar.Ec. 859, Pl.Phd. 87c, al.:ὑ. χρόνῳ τούτων Hdt.4.166
, 5.32, cf. Th.2.54.2 later, too late,ὕ. ἐλθών Il.18.320
;κἂν ὕ. ἔλθῃ Ar.V. 691
(anap.);μῶν ὕστεραι πάρεσμεν; Id.Lys.69
;ὑ. ἀφικνεῖσθαι Th.4.90
; ὕ. (sc. ἐλθών) S.OT 222, Tr.92;Διονύσιος ὁ ὕ. D.
the second, Arist.Pol. 1312a4.3 c. gen. rei, too late for,ὕστεροι ἀπικόμενοι τῆς συμβολῆς Hdt.6.120
;ὕ. ἐλθεῖν τοῦ σημείου Ar.V. 690
(anap.);κακῶν ὕ. ἀφῖγμαι E.HF 1174
;ὕ. ἀφίκοντο τῆς μάχης μιᾷ ἡμέρᾳ Pl.Lg. 698e
.III of inferiority in Age, Worth, or Quality, γένει ὕ., i.e. younger, Il.3.215; c. gen., οὐδενὸς ὕ. second to none, S.Ph. 181(lyr.), cf. Th.1.91;γυναικὸς ὕ. S. Ant. 746
; μηδ' ἔμπροσθεν τῶν νόμων, ἀλλ' ὕ. πολιτεύου not putting yourself above the laws, but below them, Aeschin.3.23; σῶμα δεύτερον καὶ ὕ (sc. ψυχῆς) Pl.Lg. 896c; νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι τἆλλα πρός τι that all things were secondary to.., Th.8.41.2 logically posterior,ὁ τόπος ὕ. τῆς ὕλης Plot.2.4.12
.IV Adv. ὑστέρως is found only in Eccl. writers, the ascription to Plato by Ammon. Diff.p.115V., Thom.Mag.p.284 R. being now corrected from Ptol. Ascal.p.405 H., where codd. have δευτέρως: the neut. ὕστερον was used, rarely of Place, behind,ὀπαδεῖν ὕ. A.Fr. 475
;ὕ. τῶν ἱππέων γίγνεσθαι X.Cyr.5.3.42
.2 of Time, later, afterwards, parm.8.10, Hdt.6.91, etc.; also τὸ ὕ., opp. τὸ παλαιόν, Lycurg.61;ὕστερα Od.16.319
; freq. with other words,ὕ. αὖτις Il.1.27
;οὔποτ' αὖθις ὕ. S.Aj. 858
; ἔπειτα δ' ὕ., after μέν, Antiph.270;εἶτα.. ὕ. Id.53.4
; χρόνῳ ὕ. πολλῷ a long time after, Hdt.1.171; ὕ. χρόνῳ or χρόνῳ ὕ. some time later, Th.1.8,64;χρόνοις ὕ. Lys.3.39
;βραχεῖ χρόνῳ ὕ. X.Cyr.5.3.52
;οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕ. Id.HG1.1.1
; ὀλίγῳ orὀλίγον ὕ. Pl.R. 327c
, Grg. 471c;πολλῷ ὕ. Th.2.49
, Pl.Phd. 58a;οἱ ἄνθρωποι οἱ ὕ.
posterity,Id.
R. 415d; τὰ ὕ. γράμματα the later inscriptions, Id.Chrm. 165a.b c. gen.,ὕ. τούτων Hdt.1.113
, etc.;ὕ. ἔτι τούτων Id.9.83
; τῆς ἐμεωυτοῦ γνώμης ὕ. after my own opinion was formed, Id.2.18; τοῦ δέοντος ὕ. later than ought to be, Ar.Lys.57: c. dat. et gen.,ἔτεσι πολλοῖσι ὕ. τούτων Hdt.6.140
, cf. 1.91;πολλῷ ὕ. τῶν Τρωϊκῶν Th.1.3
, cf. Isoc. 19.22: folld. byἤ, τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ ὕ... ἢ ποτείδαια ἀπέστη Th. 1.60
, cf. 6.4.3 in Adv. sense with Preps.,ἐς ὕστερον Od.12.126
, Hes.Op. 351, Hdt.5.41,74, S.Ant. 1194, E.IA 720, Pl.Ti. 82b, etc.:ἐν ὑστέρῳ Th.3.13
, 8.27:ἐξ ὑστέρου D.S.14.109
, D.H.4.73; alsoἐξ ὑστέρης Hdt.1.108
, 5.106, 6.85.B [full] ὕστᾰτος, η, ον, last:I of Place,ἅμα θ' οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι Il.2.281
; εὐθυντὴρ ὕστατος νεώς hindmost, of a rudder, A. Supp. 717;ἡμῖν τοῖς ὑ. κατακειμενοις Pl.Smp. 177e
.II of Time,τίνα πρῶτον, τίνα δ' ὕ. ἐξενάριξεν; Il.11.299
, cf. 5.703, E HF485, etc.;ὁ δ' ὕ. γε.. πρεσβεύεται A.Ag. 1300
; ἡλίου.. πρὸς ὕ. φῶς ib. 1324; τὸν ὕ. μέλψασα γόον ib. 1445;τοὔπος ὕ. θροεῖ S.Aj. 864
; ἡ ὑστάτη (sc. ἡμέρα) τῆς ὁρτῆς the last day of.., Hdt.2.151;ἐν τοῖσιν ὑ. φράσω Ar. Ra. 908
; οὐκ ἐν ὑστάτοις not among the last, E. Ion 1115;οἱ ὕστατοι εἰπόντες D.1.16
, etc.; ὕστατος ἁλώσιος ἀντάσαις meeting with his downfall at last, Pi.O.10(11).41.III of Rank or Degree,οὐκ ἐν ὑστάτοις S.Tr. 315
; τὰ ὕ. πάσχειν, like τὰ ἔσχατα, Luc.Phal.1.5.IV for regul. Adv. ὑστάτως (which occurs only in Hippiatr. 20), the neut. sg. and pl. are used,πύματόν τε καὶ ὕστατον Od.20.116
;ὕστατα καὶ πύματα 4.685
, 20.13;νῦν ὕστατα Il.1.232
, Od.22.78;ὕστατα ὁρμηθέντες Hdt.8.43
;καὶ πρῶτον καὶ ὕ. Pl.Mx. 247a
; ὕ. δή σε προσεροῦσι, τὸ ὕ. προσειπεῖν, Id.Phd. 60a, Luc.VH1.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕστερος
См. также в других словарях:
ὑστέρου — ὕστερον the afterbirth neut gen sg ὕστερος latter masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υστεροτοκία — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… … Dictionary of Greek
υστεροτόκια — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
έκπτωση — η (AM ἔκπτωσις) 1. πτώση προς τα έξω 2. πτώση προς τα κάτω 3. ηθική ή κοινωνική μείωση μσν. νεοελλ. 1. αφαίρεση αξιώματος, βαθμού, εξουσίας 2. ελάττωση τής τιμής εμπορεύματος ή τού πληρωτέου ποσού σε λογαριασμούς νεοελλ. 1. στέρηση δικαιωμάτων ή… … Dictionary of Greek
εξυστέρου — και ξυστέρου (Μ ἐξ ὑστέρου) έπειτα … Dictionary of Greek
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
νομιναλισμός — ο 1. (φιλοσ.) φιλοσοφική δοξασία τού ύστερου μεσαίωνα σύμφωνα με την οποία τα είδη υπάρχουν μόνο με τις λέξεις και διά μέσου» αυτών, ενώ οι καθολικές έννοιες δεν έχουν πραγματική ύπαρξη και είναι απλά λεκτικά σύμβολα χωρίς υπόσταση και έτσι ο… … Dictionary of Greek
πάλμα — (Palma). Επώνυμο 2 Ιταλών ζωγράφων. 1. Γιάκοπο, ο Πρεσβύτερος (Σερίνα, [Μπέργκαμο] περ. 1480 – Βενετία 1528). Εργάστηκε στη Βενετία στα πρώτα χρόνια του 16ου αι. και επηρεάστηκε από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της εποχής (Τζοβάνι Μπελίνι,… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek